- χαμάνδις
- Α(δωρ. τ.) επίρρ. βλ. χαμάδις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμάδις — και δωρ. τ. χαμάνδις Α επίρρ. (επικ. τ.) στο έδαφος, στη γη, χάμω («φύλλα τὰ μὲν τ ἄνεμος χαμάδις χέει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. κρυφ άδις, μιγ άδις)] … Dictionary of Greek